σκωταριά

σκωταριά
η, Ν
βλ. συκωταριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σ(υ)κωταριά — η το συκώτι ενός ζώου μαζί με τα άλλα εντόσθια. σκωταριά η σκωταριά, η και συκωταριά, η τα εντόσθια του ζώου: Κράτησαν τη σκωταριά του αρνιού για να φτιάξουν κοκορέτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκωταριά — και σκωταριά και σκοταριά, η, Ν (με περιλπτ. σημ.) το συκώτι τών σφαγίων μαζί με τους πνεύμονες και τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σ(υ)κώτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά), μέσω ενός τ. συκωτ άρι(ον), υποκορ. τού συκώτι(ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”